“Kαι τώρα, τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;”
Κων. Καβάφης
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή με πιάνει μελαγχολία. Δικαιολογημένη. Ζω στο πιο τουριστικό σημείο της πόλης. Tο σπίτι μου είναι κυριολεκτικά σφηνωμένο ανάμεσα σε ξενοδοχεία. Όλο το καλοκαίρι χαζεύω την πασαρέλα ηλιοκαμένων κορμιών και μυρίζω στον αέρα καρύδα αντιηλιακού. Και ξαφνικά, κάπου εκεί, τέλη Οκτώβρη με αρχές Νοέμβρη, η αυλαία πέφτει. Τα ξενοδοχεία κλείνουν. Τα εστιατόρια, τα μπαρ, τα μικρομάγαζα κατεβάζουν ρολά. Απόλυτη σιωπή και σκοτάδι. Μα πού πήγαν όλοι οι τουρίστες; Ένας φίλος μου μουσικός συμφωνεί μαζί μου. «Με πιάνει κατάθλιψη» μου λέει. «Νιώθω ότι κάτι δεν έκανα καλά και με εγκαταλείπουν»! Αστείο. Κάθε χρόνο ασχολιόμαστε μανιωδώς μαζί τους. Πότε θα έλθουν, πότε θα φύγουν, πόσο θα μείνουν, πόσοι είναι, περισσότεροι ή λιγότεροι φέτος, πόσοι Ρώσοι, πόσοι Σκανδιναβοί. Όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό – σχεδόν όλοι στη Ρόδο – παραπονιούνται για το χαμηλό του επίπεδο στο, πάλαι ποτέ, κοσμοπολίτικο διαμάντι μας. Μήπως όμως πρέπει να σκεφτούμε αν είμαστε εμείς που έλκουμε αυτόν τον τύπο τουρίστα με την απληστία, την αδιαφορία, την έλλειψη υποδομών, τον αντιεπαγγελματισμό, την προχειρότητα κι όλα τα εθνικά μας ελαττώματα;
Ο καλύτερος μου φίλος κι ο χειρότερος εχθρός μου είναι ο ίδιος ο εαυτός μου, λέει ένα παλιό απόφθεγμα. Όπως επισημαίνει ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, σκηνοθέτης της ταινίας «Ο εχθρός μου» που έχει αποσπάσει θετικές κριτικές σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ πριν καν προβληθεί στην Ελλάδα, ο εχθρός μας βρίσκεται μέσα μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ο ρατσισμός, η βία, ο φόβος, η οργή, οι εμμονές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην δική μας αφύλαχτη ψυχή και θεριεύουν μπροστά μας με τη μορφή εξωτερικών εχθρών: του μετανάστη, του περιθωριακού, του μειονοτικού, του διαφορετικού.
Ο μόνος τρόπος να τον αντιμετωπίσουμε είναι να συμφιλιωθούμε μαζί του. Να τον αγκαλιάσουμε, όπως θ’ αγκαλιάζαμε ένα κρυμμένο, σκοτεινό κομμάτι του δικού μας εαυτού. Ίσως τότε ξαναθυμηθούμε ότι κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις – αλλά και οι δύο ανήκουν στο ίδιο νόμισμα.
Ευρυδίκη Κοβάνη