Ονειρεύεται μία κοινωνία όπου ο καθένας θα ζει με αξιοπρέπεια κάνοντας αυτό που αγαπάει. Νιώθει τυχερή που οι γονείς της σεβάστηκαν τις επιλογές της κι έτσι μπορεί ν’ ασχολείται με το πάθος της: τη μουσική και το τραγούδι. Πίσω από την εύθραυστη, ρομαντική παρουσία της η Νατάσα Καμπαστάνα κρύβει δυναμισμό, ξεκάθαρες απόψεις και ζήλο να διαδώσει και να διαφυλάξει σαν κάτι πολύτιμο την παραδοσιακή μουσική που τόσο αγαπάει.
Πώς και διαλέξατε δύο παραδοσιακά όργανα όπως το κανονάκι και το σαντούρι;
Διαλέγω ότι με εμπνέει και με εκφράζει. Είδα για πρώτη φορά κανονάκι όταν ήμουν μικρή, παρακολουθώντας τυχαία κάποιο τούρκικο κανάλι. Με εντυπωσίασε το σχήμα, το ηχόχρωμά του και ο τρόπος παιξίματος κι αυτή η άμεση επαφή καθώς το κρατάς επάνω σου. Ήταν εντελώς διαφορετικό από το πιάνο που τηρεί μία απόσταση, μία τυπικότητα. Ο ενθουσιασμός μου ικανοποιήθηκε αργότερα, όταν σε κάποια συναυλία της παιδικής χορωδίας του δήμου Ρόδου με μαέστρο τον Γιώργο Σακελλαρίδη στην οποία συμμετείχα, εμφανίστηκε ο Ηλίας Μαντικός για να συνοδεύσει με το κανονάκι ένα παραδοσιακό τραγούδι. Τον πλησίασα σαν υπνωτισμένη ζητώντας να μάθω τα πάντα. Ήταν εκείνος που με έφερε σε επαφή με τους δασκάλους μου.
Και το σαντούρι;
Το σαντούρι προέκυψε από… πείσμα! Ήμουν μέλος της παραδοσιακής ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Ωραία ορχήστρα, πληθώρα οργάνων αλλά από σαντούρι, τίποτα. Μόνον ένας μουσικός υπήρχε που έπαιζε, αλλά ερχόταν περιστασιακά. Μια που το Ωδείο διέθετε σαντούρι, αποφάσισα κι εγώ να μάθω να παίζω. Δοκίμασα, μελέτησα μόνη μου, το τελειοποίησα κι αργότερα έκανα και κάποια ελάχιστα μαθήματα. «Μόνη σου το έμαθες, μόνη σου συνέχισέ το…» μου είπε ο δάσκαλός μου.
Τι σας γοήτευσε στην μουσική αυτή;
Αυτό που μου είπε ο δάσκαλός μου κι είναι αλήθεια. Η παραδοσιακή μουσική δεν βασίζεται στην παρτιτούρα, αλλά στην προφορική παράδοση. Δεν είναι μάθημα, είναι βίωμα. Επιτέλους, είχα βρει τη φωνή μου, τον προσωπικό μου τρόπο παιξίματος. Μέχρι τότε καιαπό έξι χρονών παρακολουθούσα μαθήματα κλασικού πιάνου και θεωρητικών στο παράρτημα Ρόδου του Ελληνικού Ωδείου (μάλιστα το 2011 σε ηλικία 14 ετών μου δόθηκε διάκριση από τον πιανίστα-μαέστρο Γιώργο Αραβίδη για τις επιδόσεις μου), αλλά εκεί δεν εκφράζεσαι ελεύθερα, δεν επιτρέπονται οι αυτοσχεδιασμοί. Μου έλειπε ο εαυτός μου, ο αυθορμητισμός. Στην παραδοσιακή μουσική νιώθω ελεύθερη να αυτοσχεδιάσω δίνοντας την δική μου εκτέλεση. Επίσης με συγκινεί η σκέψη ότι ένα νανούρισμα που πρωτοειπώθηκε τόσα χρόνια πριν από μια μάνα, φτάνει μέχρι εμένα σήμερα. Θεωρώ χρέος μου να κρατήσω, να συνεχίσω και να εμπλουτίσω αυτή την παράδοση. Στους μαθητές μου διδάσκω πώς να μαθαίνουν ν’ ακούν, να αφουγκράζονται, να μιμούνται αλλά όχι τον τρόπο παιξίματος. Εκεί γίνεσαι δάσκαλος του εαυτού σου.
Κάνατε και άλλες μουσικές σπουδές;
Το 2005 ξεκίνησα στην Αθήνα μαθήματα φωνητικής στο Ωδείο Φίλιππος Νάκκας με τη Martha Moreleon και την Έλλη Πασπαλά και μοντέρνας αρμονίας κοντά στον πιανίστα-μουσικοσυνθέτη Γιάννη Αρζιμάνογλου. Αν και τραγουδούσα πολλά χρόνια, αρχικά στην Παιδική και μετά στην Πειραματική χορωδία δήμου Ροδίων με τον μουσικοπαιδαγωγό-μαέστρο Γιώργο Σακελλαρίδη με τις οποίες συμμετείχα σε δεκάδες συναυλίες (Μέγαρο Μουσικής, Ηρώδειο, Φεστιβάλ Σύμης κ.α.) όπου έμαθα πάρα πολλά, ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να πάψω να κρύβομαι πίσω από τις πολλές φωνές γύρω μου και να επιτρέψω να ακουστεί η δική μου.
Τι μάθατε από την Έλλη Πασπαλά;
Με δίδαξε πώς να είμαι μουσικός, πώς να έχω υπομονή και να πιστεύω ότι αρκεί η αγάπη γι’ αυτό που κάνω, η πίστη και όλα έρχονται σιγά-σιγά. Την θεωρώ από τις πιο αισθαντικές φωνές της εποχής μας και θαυμάζω τον επαγγελματισμό με τον οποίον υπηρετεί τόσα χρόνια τον δρόμο της. Την εκτιμώ και σαν άνθρωπο – δεν ήταν απλά δασκάλα μου, την ένιωθα σα μητέρα.
Και μετά;
Ολοκλήρωσα με το πτυχίο μου, άριστα παμψηφεί, το 2009. Η αγάπη για την παραδοσιακή μουσική με οδήγησε στον Χρήστο Τσιαμούλη και στο Ωδείο Αθηνών, όπου ξεκίνησα μαθήματα στο κανονάκι κοντά στον δεξιοτέχνη Πάνο Δημητρακόπουλο και μέσα στα επόμενα δύο χρόνια έγινα μόνιμη συνεργάτης της ορχήστρα του τμήματος ελληνικής μουσικής, όπου οι δύο σπουδαίοι διευθυντές Χρήστος Τσιαμούλης και Ανδρέας Τσεκούρας με βοήθησαν να κατανοήσω την τροπική μουσική (εκκλησιαστικοί ήχοι-ανατολικά μακάμ) και τη γενικότερη αντίληψη και τεχνική του οργάνου.
Βρίσκεστε στη Ρόδο πλέον;
Αυτή την περίοδο ναι, βασικά μοιράζω τις καλλιτεχνικές μου υποχρεώσεις ανάμεσα στη Ρόδο και στην Αθήνα. Συνεργάζομαι με καλλιτέχνες από τον χώρο της παράδοσης και μη και κατά καιρούς εμφανίζομαι σε μουσικές σκηνές και συναυλίες τραγουδώντας και παίζοντας κανονάκι. Τον Ιούλιο του 2013 είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων στα Υακίνθεια και τον επόμενο χρόνο σε μία συναυλία μαζί του στη Ρόδο. Στα άμεσα σχέδιά μου είναι μια νέα συνεργασία με τον Θοδωρή Κοτονιά από τα Μακρινά Ξαδέλφια και τον Νίκο Ζουρνή που συνδυάζει έντεχνο-λαϊκό με την παράδοση.
Ας επιστρέψουμε λίγο στο κανονάκι και στο σαντούρι και στην ιστορία τους.
Το κανονάκι είναι έγχορδο με ορθογώνιο τραπέζιο σχήμα, ξύλινο και τοποθετείται με τις χορδές κατά μήκος, ενώ αριστερά υπάρχουν τα μαντάλια ή μανταλάκια που, ανάλογα με το πώς τα κινεί ο οργανοπαίκτης, επάνω ή κάτω, υψώνουν ή χαμηλώνουν το τονικό ύψος της νότας. Όργανα σαν το κανονάκι υπήρχαν πριν τους αρχαιοελληνικούς χρόνους. Ξεκίνησε από τις Ανατολικές χώρες, τις Αραβικές και την Ασία, ενώ κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι η καταγωγή του είναι ελληνική. Πάντως ο Πυθαγόρας έκανε με αυτό πειράματα. Παρουσίασε έξαρση κυρίως στους βυζαντινούς χρόνους. Στην Ελλάδα έγινε γνωστό, όπως και το σαντούρι, μετά την μικρασιατική καταστροφή. Το ρεπερτόριο είναι θρακιώτικα, πολίτικα και μικρασιατικά τραγούδια.
Το σαντούρι πάλι έφτασε στις μέρες μας μέσα από μακριά ιστορική και μουσική διαδρομή. Κατασκευάστηκε στην Περσία και από εκεί διαδόθηκε σε Δύση και Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο το ότι όλες οι χώρες, ακόμα κι η Αμερική που είναι τόσο νέα, έχουν όργανα σαν το σαντούρι. Στη Μ. Ασία εμφανίστηκε από τον 18ον αιώνα και πέρασε στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή. Συνοδεύει νησιώτικα και μικρασιάτικα, αλλά και ηπειρώτικα κομμάτια. Η διαχρονικότητά του οφείλεται στο ότι έχει σπάνιο ηχόχρωμα. Γι’ αυτό και το έχουν χρησιμοποιήσει μεγάλοι συνθέτες, όπως ο Χατζηδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Το κανονάκι είναι πιο μελωδικό, το σαντούρι συνοδευτικό.
Ποιοι ήσαν οι πιο γνωστοί οργανοπαίκτες;
Κανονάκι πρωτοέπαιξαν ο Στεφανίδης και ο Ταμπούρης. Κατόπιν ο Μανώλης Καρπάθιος, ο Μάνος Κουτσαγγελίδης, ο Πάνος Δημητρακόπουλος. Στο σαντούρι σπουδαίος οργανοπαίκτης ήταν ο Νίκος Καλαϊτζής ή «Μπινταγιάλας» όπως ήταν το παρατσούκλι του, Νίκος Καρατάσος, Αρ. Μόσχος ο οποίος μάλιστα είχε δημιουργήσει και σχολή στη Ρόδο κι ο κορυφαίος Τάσος Διακογιώργης, Ροδίτης που ξεκίνησε από τα Μαριτσά, κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν. Από τους νεώτερους ο Μάριος Παπαδέας που ήταν και δάσκαλός μου.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας ρεπερτόριο;
Μου αρέσουν τα τραγούδια με λυρισμό που μου δίνουν την ευκαιρία να εκφράσω συναισθήματα. Ο λυρισμός συνάδει και με το αργό. Προτιμώ νανουρίσματα και μοιρολόγια, από τα πιο γρήγορα. Η αξία του καλλιτέχνη φαίνεται στα αργά κομμάτια.
Υπάρχει στην εποχή μας κοινό για αυτό το είδος;
Το κάθε είδος μουσικής έχει το κοινό που του αξίζει. Κάποια μεγαλύτερο, κάποια μικρότερο. Σημασία έχει η ποιότητα. Είναι γεγονός ότι τα όργανα αυτά δεν είναι ευρέως γνωστά, διότι οι ξενόφερτοι ήχοι μας έχουν απομακρύνει από την ιστορία μας, τις ρίζες μαςκαι τον πολιτισμό μας. Ούτε έχουμε αρκετούς χώρους για αυτή τη μουσική, έχουμε επικεντρωθεί αλλού. Το κοινό είναι που δίνει τον τόνο σε μία συναυλία. Δεν μπορώ να με φανταστώ να παίζω μουσική κι ο κόσμος να τρώει ή να μιλάει. Καταθέτω την ψυχή μου εκείνη την ώρα και ζητώ το ίδιο. Ο κάθε καλλιτέχνης έχει κουραστεί για να φτάσει μέχρι εκεί, μελετάει, κάνει εξάσκηση, ο χρόνος κι ο κόπος του πρέπει να ανταμείβονται, έστω ηθικά. Το μυστικό για το κοινό είναι να μάθει να ακούει με ανοιχτούς ορίζοντες, είτε γνωρίζει, είτε όχι. Απαιτεί μια γενναιοδωρία αυτό και από τις δύο πλευρές, το 100% των εαυτών μας.
Πώς θα μπορούσε να διαδοθεί περισσότερο αυτό το είδος μουσικής;
Στα δημόσια σχολεία διδάσκεται μουσική. Τι πιο φυσικό και λογικό αντί για κλασική μουσική και Μότσαρτ να διδάσκουμε τα δικά μας παραδοσιακά όργανα; Στην Ελλάδα ζούμε, όχι στην Αυστρία! Αν υπάρξουν γενιές που θα μάθουν την παραδοσιακή μουσική, θα βγουν μουσικοί που θα παίξουν και αυτό το είδος. Θα μπορούσαν να γίνονται Φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής, πανηγύρια (μεγάλο σχολείο!…), να στηθεί ένα εργαστήριο με όλες τις παραδοσιακές τέχνες, μουσική, χορό, τραγούδι από ανθρώπους με μεράκι. Οι καλλιτέχνες ας μη γίνονται επιχειρηματίες, γιατί τότε κάτι χαλάει στη συνταγή.
Τι είναι αυτό που έλκει εσάς προσωπικά σ’ αυτή τη μουσική;
Το ότι μας είναι γνώριμη, την κουβαλάμε στο DNA μας, είναι η παράδοσή μας. Σαν ηχοχρώματα σου βγάζουν μία οικειότητα τα τραγούδια αυτά, μιλάνε για ξενιτιά, για αγάπη, για θάνατο, είναι νανουρίσματα, μοιρολόγια, θέματα πανανθρώπινα που μας αγγίζουν όλους. Όλοι έχουμε βιώσει ένα χωρισμό, όλοι αγαπήσαμε, όλοι χάσαμε κάποιον δικό μας άνθρωπο, θρηνήσαμε, γλεντήσαμε, νανουρίσαμε ένα μωρό… Μεγάλο ρόλο παίζει ο στίχος και η απλότητα. Όμως το απλό δε σημαίνει εύκολο.
Σαν ακροάτρια τι μουσικές ακούτε;
Μου αρέσει η ποικιλία, έτσι ακούω τα πάντα. Το κάθε είδος έχει κάτι να μου προσφέρει, ανάλογα με τη στιγμή. Η κλασική μουσική με ηρεμεί, η τζαζ με ξεσηκώνει, η παραδοσιακή με συγκινεί (συγκίνηση = κινούνται όλα τα συναισθήματα μαζί) γι’ αυτό και την επέλεξα. Είναι καλό ν’ ακούμε τα πάντα. Η μουσική είναι σαν τη φύση. Δεν διαλέγω τι μου αρέσει και τι όχι, δε λέω μου αρέσει αυτό το φύλλο, αλλά όχι εκείνο το δέντρο. Όλα είναι όμορφα. Η μουσική είναι μούσα, δηλαδή έμπνευση. Όταν όμως έρχεται η εμπορευματοποίηση, κάτι εύκολο στις μέρες μας με τη σύγχρονη τεχνολογία, τότε παύει να είναι μουσική. Ο κόσμος καταλαβαίνει ποιος είναι αυθεντικός και ποιος όχι, ποιος κοροϊδεύει και ποιος είναι αληθινός.
Facebook: Natasha Kampastana
e-mail: natasakampastana@gmail.com