Από τον «Ξαφνικό έρωτα», τα «Μέγαρα» και την «Πίσω πόρτα» μέχρι και σήμερα, κάθε νέα ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου είναι χαρμόσυνη είδηση για τους λάτρεις του κινηματογράφου. Αυτή τη φορά ο σκηνοθέτης μιλάει για τις συγκρούσεις που βιώνει σήμερα ο έλληνας. Σταθερά ανθρωποκεντρικός, χρησιμοποιεί μια οικογενειακή ιστορία, στην οποία πρωταγωνιστεί επάξια η νεαρή ροδίτισα Αριάδνη Καβαλιέρου. Η πανελλήνια πρώτη προβολή της ταινίας στις 14 Νοεμβρίου σε διάφορες πόλεις, ανάμεσά τους και στη Ρόδο στον κινηματογράφο Μetropol, στάθηκε η αφορμή της συζήτησής μας και με τους δύο.
– Κύριε Τσεμπερόπουλε, βλέποντας την ταινία θα μάθουμε τελικά ποιος είναι «ο εχθρός μου»;
“Ο Εχθρός Μου” είναι ο εχθρός μας. O εχθρός μέσα μας. Στην ταινία ο ήρωας περνάει από μεγάλα ηθικά διλήμματα. Η ζωή έχει δυσκολέψει αφάνταστα σήμερα και ζούμε πρωτοφανείς καταστάσεις – πρωτοφανείς με την έννοια ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε βρεθεί σε παρόμοια θέση. Πρέπει ν’ αποφασίζουμε διαρκώς τι στάση θα κρατήσουμε απέναντι στις ιδέες μας, στο κράτος, στην εφορία, στον συνάνθρωπό μας, στον συγγενή μας. Για ν’ ανταπεξέλθει κανείς πρέπει να επεξεργάζεται τα πάντα συνομιλώντας πρώτα και κύρια με τον εαυτό του. Αλλά και με τους γύρω του. Τώρα που ο ήρωας της ταινίας βρίσκεται στα δύσκολα, κάνει το λάθος να μην ανοίγεται στους δικούς του, και το πληρώνει ακριβά.
– Είναι πολιτική ταινία; Τι θέλετε να πείτε με αυτήν;
Είναι μιά ιστορία από την σύγχρονη Ελλάδα, δοσμένη μέσα από έναν άνθρωπο σαν όλους μας. Τώρα, το τι θέλει να πει μια ταινία μόνον οι θεατές μπορούν να το απαντούν. Δεν θέλω να κατευθύνω προς μιά δική μου τοποθέτηση, μου αρέσουν οι ταινίες με ανοιχτό τέλος, όπως είναι κι η ζωή. Δεν έχω μέσα μου μια θεωρία και μετά να προσπαθώ να φτιάξω μια ταινία για να αποδείξω το ιδεολόγημά μου. Χαίρομαι πολύ όποτε ακούω το κοινό που κουβεντιάζει μετά την ταινία, να ακούω πράγματα που δεν είχα σκεφτεί. Αυτή είναι η ομορφιά στην τέχνη. Δίνεις ένα έργο και –αν αρέσει- το παίρνει ο καθένας και βρίσκει τη δική του αλήθεια.
– Κάποτε είπατε ότι όλα αυτά τα χρόνια ουσιαστικά την ίδια ταινία γυρίζετε.
Εννοούσα ότι, όποιο θέμα κι αν επιλέξω, το πλησιάζω πάντα από την ανθρώπινη πλευρά. Αγαπώ τους ανθρώπους και τα όνειρα που έχουν για τη ζωή – αν και συχνά με διαολίζουν. Οι ήρωες μου είναι πάντα συγκεκριμένοι άνθρωποι, αναγνωρίσιμοι γύρω μας. Οι Μεγαρίτες αγρότες που τους παίρνουν τη γη, ο έλληνας του εξωτερικού που του λείπει η πατρίδα του στον «Ξαφνικό Έρωτα», ο έφηβος από το Κολωνάκι που προσπαθεί να ανδρωθεί στο τέλος των 60’s στην «Πίσω Πόρτα». Όλοι από κάπου έρχονται και κάπου πάνε. Δεν είναι αόριστες φιγούρες φορείς ιδεών.
– Έχει αλλάξει κάτι για εσάς από την εποχή των «Μεγάρων»;
Στον τρόπο που κάνω τα έργα θα έλεγα τίποτα. Σε προσωπικό επίπεδο βέβαια άλλαξαν πολλά. Το πιο σημαντικό είναι ότι απόκτησα ένα παιδί, μετά και δεύτερο – που είναι σήμερα δεκατριών – και θα ήθελα κι άλλο, ώστε να περιστοιχίζομαι πάντα από μικρά παιδιά. Με αναζωογονούν και μου δίνουν αυτό που χρειάζομαι. Την απαραίτητη δόση άδολης τρυφερότητας και ανταλλαγής που απαιτώ από τη ζωή.
– Τι πιστεύετε για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο;
Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είναι ένα είδος, γιατί ήταν πάντα και παραμένει πολυπρόσωπος. Από τον Αγγελόπουλο και τον Λάνθιμο έως τον Πανουσόπουλο, Περάκη, Μπουλμέτη, Βούλγαρη, υπάρχουν αρκετοί καλοί νεώτεροι σκηνοθέτες με τους οποίους συμπορευόμαστε. Η γκάμα είναι πολύ μεγάλη. Κοινό σημείο είναι η λατρεία της μαγείας του σινεμά. Αν πρέπει να βρούμε έναν διαχωρισμό, υπάρχουν ταινίες που απευθύνονται στα φεστιβάλ και ταινίες που λένε ιστορίες και απευθύνονται στον κόσμο. Όλοι μας όμως ποθούμε διακαώς την επιτυχία και στα δύο.
– Ποια είναι η γνώμη σας για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;
Κάποτε ήταν διαγωνιστικό φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου. Εκείνη την εποχή ήταν μια μεγάλη γιορτή, όπου ανεβαίναμε όλοι γιατί διαγωνιζόμασταν στα βραβεία. Μετά έγινε διεθνές διαγωνιστικό για πρωτοεμφανιζόμενους , ο ελληνικός κινηματογράφος στριμώχτηκε στο περιθώριο και από τότε άρχισε να φθίνει η σημασία της Θεσσαλονίκης για την ελληνική ταινία. Σήμερα υπάρχει και το φεστιβάλ της Αθήνας, αλλά κυρίως τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Για κάποιους από εμάς βέβαια, η συμπρωτεύουσα είναι η ιστορία μας, τα νιάτα μας, έχουμε σημαντικές αναμνήσεις και επιθυμούμε να επανέλθει στη Θεσσαλονίκη η καρδιά του ελληνικού κινηματογράφου.
– Πώς διαλέξατε την Αριάδνη Καβαλιέρου για τον συγκεκριμένο ρόλο;
Κλασικά, με casting. Είμαι εξονυχιστικός όταν ψάχνω τους ηθοποιούς μου. Η Αριάδνη τότε σπούδαζε στη σχολή του Κουν, όπου απαγορεύεται η συμμετοχή των σπουδαστών σε ταινίες, οπότε αρνήθηκε να έρθει στο casting. Με άλλα λόγια, με σνόμπαρε. Όμως, το ‘φερε η τύχη και καθυστέρησε ένα χρόνο η παραγωγή, οπότε η Αριάδνη είχε πλέον αποφοιτήσει. Και από το πρώτο της δοκιμαστικό με ενθουσίασε. Είχα ήδη επιλέξει τον Μαυροματάκη και την Ζορμπά, και ήρθε η Αριάδνη και «έδεσε» όλη την οικογένεια που πρωταγωνιστεί στην ταινία. Αν και άπειρη κινηματογραφικά, είχε μεγάλη όρεξη να μάθει και, όπως φάνηκε στη συνέχεια, είναι πολύ εργατική και καταπληκτικό παιδί. Σπαθί!
Μιλήσαμε για τους εχθρούς, ας κλείσουμε με τους φίλους.
Δίνω τεράστια σημασία στη φιλία και είμαι αφοσιωμένος στους φίλους μου. Φαίνεται και στην ταινία, όπου θα δείτε με πόση αγάπη και πίστη στέκεται ο Αντώνης Καρυστινός δίπλα στο φίλο του Μανώλη Μαυροματάκη. Η σημερινή παραλλαγή του γνωμικού πρέπει να είναι: «Αν έχεις φίλους διάβαινε και ηθική περπάτει».
– Κυρία Καβαλιέρου, πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στην ταινία;
Μέσω του Athens Casting. Με είδε εκεί ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος και μετά συναντηθήκαμε και μιλήσαμε.
– Ποιό είναι το θέμα της ταινίας;
Το κυρίαρχο στοιχείο της είναι η βία. Τι ωθεί ένα άνθρωπο να γίνει βίαιος σήμερα. Είναι πολύ σκληρό θέμα. Αντικατοπτρίζει ακριβώς την ελληνική πραγματικότητα. Τον ρατσισμό, την βία, την ξενοφοβία, τον κρυφοφασισμό. Και θίγει ζητήματα, τα οποία ο θεατής τα βλέπει από την οπτική γωνία του κάθε ήρωα.
– Αποδείχθηκε δύσκολος ο ρόλος σας;
Στην ταινία υποδύομαι την Λουίζα, την κόρη της οικογένειας. Ο ρόλος με δυσκόλεψε στην αρχή, κυρίως λόγω καταστάσεων που της συμβαίνουν, τις οποίες εγώ δεν έχω βιώσει. Έπρεπε λοιπόν να κάνω μια «βουτιά» στα βαθιά. Αυτό ήταν και το συναρπαστικό. Ένα άλλο στοιχείο που με δυσκόλεψε είναι ότι είναι ένα κορίτσι στην εφηβεία. Έπρεπε να μπω ξανά στην ψυχολογία ενός εφήβου. Αυτό ήταν αρκετά δύσκολο. Θυμήθηκα κάτι παλιούς έρωτες, τις ανησυχίες μου, τα νεύρα μου, τους Red Hot Chilly Peppers και πολλά άλλα…
– Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη;
Η συνεργασία με τον Γιώργο ήταν άψογη. Παρά το δύσκολο θέμα της ταινίας περάσαμε ωραία στα γυρίσματα. Ο Γιώργος σέβεται τον ηθοποιό και πάντα ρωτούσε την άποψή μας. Δουλέψαμε ομαδικά (με την Μαρία Ζορμά, τον Μανώλη Μαυροματάκη και τον Ηλία Μουλά) και έγινε μια δουλειά επί της ουσίας, η οποία κατακτήθηκε με τον χρόνο. Η ομάδα έδεσε πιστεύω και αυτό ήταν πολύ βοηθητικό στα γυρίσματα.
– Ποια ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή από την όλη εμπειρία του γυρίσματος της ταινίας;
Το πιο ευχάριστο γύρισμα ήταν στο Καρπενήσι. Δεν είχα πάει ποτέ και είδα ένα μαγικό τοπίο που σε εμπνέει. Αν και είχαμε να γυρίσουμε τις πιο δύσκολες σκηνές, περάσαμε πολύ ωραία.
– Tι θα κάνετε καλλιτεχνικά τον χειμώνα;
Θα συμμετέχω στις παραστάσεις «Η Αριάδνη, η Εύα και ο Αρχιτυμπανιστής» και «Chatroom» στο Θέατρο Τέχνης και στην παράσταση «Δύο μαύρα λιθάρια», στο θέατρο Τόπος Αλλού.