Γράφει η Ζωή Τουβρά
Υποψήφιας διδάκτορα Τμ. Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου,
Communication Associate στο Rhodes Project ΚΣΕ
Δεν χρειάζεται να λέμε τα ίδια πράγματα. Ο πολιτισμός μας είμαστε εμείς. Είναι μία σχέση
δούναι και λαβείν. Όλα όσα περικλείει η πολιτιστική κληρονομιά μιας περιοχής, δίνουν περιεχόμενο σε εμάς που μένουμε σε εκείνη την περιοχή – και αντίθετα. Είτε πρόκειται για την υλική κληρονομιά, τα κτήρια, τα μνημεία, τα πετραδάκια στον δρόμο, είτε για την άυλη, τις ιστορίες, τις δοξασίες, τους μύθους, τα τραγούδια, τις συνταγές.
Στα περισσότερα ελληνικά νησιά ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού ζει από υπηρεσίες και προϊόντα που σχετίζονται με τον τουρισμό. Ο ήλιος, η θάλασσα, ο γαλάζιος ουρανός, τα
αξιοθέατα. Πέρα από τις φυσικές ομορφιές ωστόσο που έχει ξεχωριστά να προσφέρει κάθε
τόπος, η πολιτιστική κληρονομιά, τα υλικά και τα άυλα στα οποία έχουν συνεργαστεί και
“συνωμοτήσει” άνθρωποι εδώ και εκατοντάδες -τουλάχιστον- έτη ούτως ώστε να φτιαχτούν
και να προσφερθούν στον κάτοικο ή/και τον επισκέπτη, λειτουργεί ως επιπρόσθετος πόλος
έλξης.
Κτήρια πάμπολλων ετών, με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, φτιαγμένα από υλικά δυσεύρετα ή
και ανύπαρκτα πλέον στον δικό μας χωροχρόνο από τη μία πλευρά, τα οποία δέχονται τις
αλλοιώσεις από τον χρόνο. Από την άλλη, το “έμψυχο” υλικό. Οι ιστορίες, τα τραγούδια, οι
παραδόσεις που παίρνουν πνοή και διατηρούνται ζωντανές μέσα από τους ανθρώπους. Αν παρατηρήσουμε ωστόσο τι προσφέρεται και προωθείται ως τουριστικό προϊόν, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μία ανισότητα σε αυτό που υπάρχει και σε αυτό που προβάλλεται.
Προβάλλουμε ιδιαίτερα τα μνημεία μας – ορθώς, τις ιστορίες μας όμως τις αφήνουμε πίσω,
στο σκοτάδι. Από την άυλη πολιτιστική κληρονομιά επιλέγονται συγκεκριμένα κομμάτια, όπως τραγούδια που έγιναν γνωστά μέσα από παλιές διαχρονικές ταινίες, ενώ δείχνουμε
να ξεχνάμε πως αυτό που λένε τα τραγούδια συνδέεται και με τα κτήρια και με τους ανθρώπους. Είναι ένα σύνολο. Ένα σύνολο που αφηγείται τις δικές του μικροϊστορίες, που
τα κομμάτια τους βρίσκονται διάσπαρτα, άλλα στον υλικό και άλλα στον άυλο κόσμο. Οι μεγάλες φυσικές καταστροφές που πλήττουν τον κόσμο μας, μας υπενθυμίζουν την προσωρινότητα μας. Πόσοι άνθρωποι χάνονται; Μαζί τους παίρνουν από μία τουλάχιστον
ιστορία, που δεν πρόλαβε να βγει από τα συντρίμμια. Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά χρειάζεται διαφύλαξη και διάδοση. Διαφύλαξη για να παραμείνουν όσο γίνεται λιγότερο
αλλοιωμένα τα στοιχεία που μεταδίδει και διάδοση γιατί η μνήμη όσο εξαπλώνεται, τόσο
δυναμώνει και γίνεται διαχρονική. Δύο αντικρουόμενες στρατηγικές όμως, διότι ό,τι εισέρχεται στο μυαλό ενός ανθρώπου, απρόκλητα ενσωματώνεται με μικρά, υποκειμενικά στοιχεία. Ευρύτερη διάδοση συνεπώς σημαίνει ότι αφενός περισσότεροι άνθρωποι μαθαίνουν και αφετέρου οι ίδιοι γίνονται ταυτόχρονα οι εξωτερικοί, συνειδητοί και ασυνείδητοι, ζυμωτές και επηρεαστές της μεταδιδόμενης μνήμης.
Ναι, αλλά; Πρέπει να διαδοθεί, για να επιβιώσει. Επομένως, ποια είναι η λύση; Καταπνίγουμε
την ιστορία που μας διηγείται κάποιος, επειδή θα έχει δικά του προσωπικά στοιχεία μέσα;
Όχι. Καταγράφουμε την ιστορία του. Και καταγράφουμε την ιστορία του διπλανού του.
Παραδίπλα, ακούμε και σημειώνουμε το τραγούδι που έλεγαν για να νανουρίσουν τα μικρά
παιδιά δίπλα στο τζάκι. Και μαζί φτιάχνουμε ένα μεγάλο βιβλίο, απτό ή ψηφιακό, όπου κάθε
στοιχείο έχει το δικό του “χρώμα”, το οποίο είναι στη διάθεση του επισκέπτη να το επιλέξει και να μάθει κάτι παραπάνω για τους ανθρώπους των σπιτιών, που στέκεται τώρα και κοιτάζει, εξετάζει, φωτογραφίζει.
Σκεφτείτε πόσο αναζωογονητικό θα είναι για έναν τουρίστα, όταν δείχνει τη φωτογραφία
ενός μέρους, να έχει να μιλήσει και για μία ιστορία που διαδραματίστηκε εκεί, η οποία δεν έχει καταπατηθεί για χάρη της εμπορευματοποίησης. Ας μην περιπλέξουμε τα πράγματα, ας δούμε τι κάνουμε εμείς όταν επισκεπτόμαστε μία άλλη χώρα. Συνήθως δεν λέμε “πείτε μας κάτι που δεν είναι τουριστικό;” Γιατί λοιπόν να το κάνουμε εμείς στο ίδιο μας το μέρος;